Οι Βιοδιεργέτες ως καινοτομία στη γεωργία

Οι βιοδιεγέρτες (biostimulants) είναι χημικές ουσίες και μικροοργανισμοί, οι οποίοι χρησιμοποιούνται ευρέως στη γεωργική πρακτική, για την ενίσχυση της ανάπτυξης των φυτικών οργανισμών. Οι βιοδιεγέρτες δεν είναι καθαρά θρεπτικά συστατικά. Αντιθέτως, διευκολύνουν την πρόσληψη αυτών ή συμβάλλουν ευνοϊκά στην προώθηση της φυτικής ανάπτυξης ή στην μείωση αβιοτικού stress. Επίσης, διατίθενται σε μια ποικιλία συνθέσεων και με ποικίλα συστατικά (Calvo et. al., 2014). Με τη συνολική ακαθάριστη πρόσοδό τους να αυξάνεται ετησίως με σταθερό ρυθμό κατά 12%, φαίνεται να αναπτύσσεται μία νέα και πολλά υποσχόμενη αγορά. Η EBIC (2012) αναφέρει, ότι μέχρι το 2022, η συνολική ακαθάριστη πρόσοδος των βιοδιεγερτών θα έχει φθάσει τα 3.000.000 δολάρια, καθώς και ότι, πάνω από 8 εκατομμύρια εκτάρια θα αντιμετωπίζονται με βιοδιεγέρτες στην Ευρώπη (European Biostimulants Industry Council 2012).

Οι  παράγοντες  που  οδηγούν  σε  αυτή  τη  συνεχιζόμενη  ανάπτυξη  είναι  πολλαπλοί:

  1. Ο τομέας των βιοδιεγερτών, έχει αναπτύξει νέα καινοτόμα προϊόντα, τα οποία στοχεύουν σε συγκεκριμένες αγρονομικές ανάγκες, προσελκύοντας έτσι νέους καταναλωτές.
  2. Τα βιοδιεγερτικά προϊόντα χρησιμοποιήθηκαν αρχικά κυρίως για το σύστημα της βιολογικής γεωργίας και στις καλλιέργειες φρούτων και κηπευτικών υψηλής αξίας. Πλέον, εισάγονται ολοένα και περισσότερο στο συμβατικό σύστημα καλλιέργειας και σε εκτακτικές καλλιέργειες.
  3. Οι πρόσφατες υψηλές και ασταθείς τιμές για εισροές λιπασμάτων, έχουν δημιουργήσει κίνητρα για τους γεωργούς, να βελτιστοποιήσουν την αποτελεσματικότητα των εισροών τους, παρά να τις αυξήσουν. Εκτιμάται ότι η αποτελεσματικότητα χρήσης λιπασμάτων αυξάνεται κατά τουλάχιστον 5% (και μπορεί να φτάσει έως και 25% και περισσότερο) όταν εφαρμόζονται βιοδιεγέρτες.
  4. Οι καλλιεργητές, ανταποκρινόμενοι στις απαιτήσεις των καταναλωτών για ασφαλή γεωργικά προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας, αναζητούν τρόπους αποτελεσματικότερης και αποδοτικότερης χρήσης των εισροών τους. Ως εκ τούτου, οι βιοδιεγέρτες θεωρούνται όλο και περισσότερο, ως ένα τρόπος βελτίωσης της απόδοσης των επενδύσεών τους σε άλλες εισροές και ως ένας, επίσης τρόπος, ανταπόκρισης στις απαιτήσεις των καταναλωτών για «ηπιότερες» γεωργικές πρακτικές. Οι γεωργοί, είναι έτσι σε θέση να εξασφαλίσουν υψηλότερες τιμές για τα προϊόντα τους, όταν η ποιότητα των φυτικών προϊόντων τους είναι υψηλότερη. Επίσης, η βελτιωμένη ποιότητα έχει θετικό αντίκτυπο στην αποθήκευση και διατήρηση, δίνοντας στους παραγωγούς περισσότερο χρόνο να επιλέξουν την καλύτερη στιγμή για να πωλήσουν τα προϊόντα τους στις καλύτερες δυνατές στιγμές.
  5. Η σχετικά υψηλή επένδυση των επιχειρήσεων στην έρευνα (μεταξύ 3% και 10% του ετήσιου κύκλου εργασιών στα μέλη της EBIC, που συμμετείχαν στην έρευνα), γεγονός το οποίο συνεισφέρει έναν αυξανόμενο κατάλογο νέων προϊόντων.

Μετά το πρώτο διεθνές συνέδριο βιοδιεγερτών (2012), αρκετοί ερευνητές μαζί με άλλους ενδιαφερόμενους φορείς (Calvo et al., 2014, du Jardin, 2012 Halpern et al., 2015, Przybysz et al., 2014) επέκτειναν την ταξινόμηση των βιοδιεγερτών σε επιπλέον κατηγορίες, αναγνωρίζοντας νέες βιοδιεγερτικές ουσίες και μικροοργανισμούς: 

Η εφαρμογή βιοδιεγερτών στη γεωργική πράξη, επηρεάζει μια σειρά από φυσιολογικές διεργασίες, όπως η αποτελεσματικότερη πρόσληψη θρεπτικών συστατικών, η ενίσχυση της ωφέλιμης μικροβιακής δραστηριότητας, η βελτίωση της απόκρισης των φυτών σε αβιοτικές καταπονήσεις, η ανάπτυξη του ριζικού συστήματος αλλά και η ποσοτική και ποιοτική βελτίωση των παραγόμενων προϊόντων. (Du Jarbin, 2015, Halpern et al., 2015).

ΠΙΣΩ ΣΤΑ ΑΡΘΡΑ